- ζουμερά
- τα [ζουμερός]βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού που παλαιότερα ήταν γνωστό με την ονομασία κοτυληδών ο ομφαλός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζουμερός — ή, ό 1. γεμάτος ζωμό, εύχυμος («ζουμερό λεμόνι») 2. μτφ. αυτός που περιέχει ουσία, καίριος, ουσιαστικός («ζουμερά λόγια» καίρια, σωστά λόγια, με ουσία) 3. μτφ. επικερδής, προσοδοφόρος («ζουμερή δουλειά»). επίρρ... ζουμερά 1. με χυμό 2. με ουσία,… … Dictionary of Greek
ζουμερός — ή, ό 1. χυμώδης: Ζουμερό πορτοκάλι. 2. αυτός που έχει ουσία, νόημα: Ζουμερά λόγια. 3. αποδοτικός, κερδοφόρος: Ζουμερή δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)